- σφρᾱγιστήριον
- σφρᾱγιστήριον, τό, Siegel, Petschaft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σφραγιστήριον — seal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιστηρίῳ — σφραγιστήριον seal neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιστήριο — το / σφραγιστήριον, ΝΑ [σφραγιστήρ] νεοελλ. 1. δημόσια υπηρεσία όπου σφραγίζονται έγγραφα ή αντικείμενα 2. ο μικρός γλυπτός τύπος με τον οποίο σφραγίζονται οι λειτουργικοί άρτοι, αλλ. προσφορική σφραγίδα αρχ. αποτύπωμα σφραγίδας … Dictionary of Greek
Τυπογραφείο Εθνικό — Το τυπογραφείο του εληνικού κράτους, στο οποίο εκτυπώνονται η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και άλλα δημόσια έγγραφα. Με την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι πρώτες κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν, προνόησαν για τον καταρτισμό τυπογραφείου για… … Dictionary of Greek